Ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης (1932-2014)



Βύρων Λεοντάρης, ένας ρηξικέλευθος στοχαστής


"Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι νεκροί / μήτε ασφοδίλια μήτε αναπαμένα κόκαλα / ένα σαφάρι ψυχών είναι ο χρόνος"... Αυτού του χρόνου θήραμα στάθηκε ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης, που έφυγε από τη ζωή χθες το πρωί, σε ηλικία 84 ετών, από ανακοπή καρδιάς.
Μια από τις σημαντικότερες φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, συνοδοιπόρος του Αναγνωστάκη και του όψιμου Λειβαδίτη, ο Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών το 1932. Μέχρι το 1939, οπότε και η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, έζησε στη Β. Ελλάδα και στον τόπο απ' όπου ήλκε την καταγωγή του, τη Σάμο. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών (1952-56) και εργάστηκε ως δικηγόρος, νομικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έκανε και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, με την ποιητική συλλογή Γενική αίσθηση (1954). Θα ακολουθήσουν οι συλλογές: Ορθοστασία (1957), Ομίχλη του μεσημεριού (1959), Ανασύνδεση (1962), Κρύπτη (1968), Ψυχοστασία (1972), Μόνον διά της λύπης... (Έρασμος, 1976, 2η έκδοση 2006), η συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία. Ποιήματα 1949-1976 (Ύψιλον, 1983, 2η έκδοση 2006), και οι Εκ περάτων (Ύψιλον, 1986), Εν γη αλμυρά (Έρασμος, 1996), για την οποία τιμήθηκε το 1997 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, Έως... (Νεφέλη, 2003).
Ταυτόχρονα, ο Βύρων Λεοντάρης υπήρξε δεινός δοκιμιογράφος και κριτικός. Ο ίδιος υπήρξε ο εισηγητής του όρου "ποίηση της ήττας" (σε άρθρο του, το 1963, στην Επιθεώρηση Τέχνης, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από το κομματικό ιερατείο), που καθιερώθηκε στη γραμματολογία μας. Τα σημαντικότερα δοκίμιά του βρίσκονται συγκεντρωμένα στις συλλογές Η ποίηση της ήττας (1983), Καβάφης ο έγκλειστος (1983), Δοκίμια για την ποίηση (1985), Γραφή και βιβλίο (1990), Κείμενα για την ποίηση (2006).
Τόσο μέσα από τους δρόμους της ποιητικής πράξης όσο και μέσα από τον κριτικό στοχασμό, ο Βύρων Λεοντάρης γρήγορα συναντήθηκε με τις διαδρομές της Αριστεράς, αντιπολιτευόμενης, αντιδογματικής και ανανεωτικής. Μια διαδρομή που καταγράφηκε και στις συνεργασίες του με περιοδικά όπως η Κριτική, του Μανόλη Αναγνωστάκη, η Επιθεώρηση Τέχνης, οι Μαρτυρίες και, στη συνέχεια, το περιοδικό Σημειώσεις, μέλος της συντακτικής επιτροπής του οποίου υπήρξε από το 1973 μέχρι τον θάνατό του. Ταυτόχρονα συνεργάστηκε με τα περιοδικά Εφημερίδα των Ποιητών, Τομές, Μανδραγόρας κ.ά.
Ο Βύρων Λεοντάρης υπήρξε αδελφός του κριτικού Μανόλη Λαμπρίδη (1920-2002), του ποιητή Ανδρέα Λεοντάρη και σύζυγος της ποιήτριας Ζέφης Δαράκη. Γιος του είναι ο σκηνοθέτης Γιάννης Λεοντάρης.
Τον Βύρωνα Λεοντάρη θα αποχαιρετίσουν οι φίλοι του αύριο, Παρασκευή, στο νεκροταφείο Καισαριανής, όπου θα γίνει η πολιτική του κηδεία, στις 12.00 μ.

Η Αυγή, 7-8-2014

Ο Βύρων Λεοντάρης είναι ένας από τους ποιητές που αγαπώ. Παραθέτω κάποια ποιήματα.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ...


VIII

Δεν είχα κιμωλία να σχεδιάσω την ψυχή μου
με άλφιτα σημείωσα γραμμές και σχήματα μιας μοίρας
μα πέσαν τα πουλιά και τα 'φαγαν και σβήσαν
Μη με ρωτάς μετά πώς έχτισα το αδιέξοδό μου
και πώς πορεύτηκα και πού πλανήθηκα στους ίδιους μου τους
δρόμους
πόσες φορές σκόνταψα πάνω μου
με το κεφάλι στην καρδιά μπηγμένο

Ψυχόπολη
με τα θαμμένα ποτάμια και τα γκρεμισμένα κάστρα
με τις πλατείες που αλλάζουν σχήμα σαν τον κόκκινο λεκέ
στη μπλούζα
Ψυχόπολη με τα στοιχειά με τις πυρές και τις αγχόνες
με το κλάμα που δαγκώνει τα μάνταλα στις πόρτες
γειτονιές επιτάφιοι με πόρνες ημερομηνίες στα παράθυρα
υπόγειοι σταθμοί με εριννύες κοπέλες
που τα χείλη τους έγιναν θρόισμα ξερόφυλλων εφημερίδων
νόμοι συνθήματα πραιτώρια φυλακές
νεκρόκηποι νεκρόκηποι νεκρόκηποι

Ανεξερεύνητο έγκλημα
εδώ περιπλανήθηκα
ανάμεσα στο φονιά και στους μελλοντικούς φονιάδες
φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου
φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγω-
νία του λογικού
με την χειρωναξία του πνεύματος πασχίζοντας να ξαναβρώ
το αρχέτυπο σβησμένο σχέδιο
ώσπου με ξέκανε σε βρώμικα σοκάκια το τραγούδι...

μη ελπίσεις παρ' εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι∙
μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής


ΑΠΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ

Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
Μες τις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
-ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.

Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ‘χε δοθεί
-σε ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

Θα ‘ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
-άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως….’


ΕΙΜΑΙ ΦΤΩΧΟΣ

Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου
σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός
δεν έχω χρώμα προσμονής – είμαι φτωχός
δεν έχω βήματα να ’ρθώ στην άκρη της καρδιάς σου

Αγέρηδες από τα πεθαμένα χαμομήλια
χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός
το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός
δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια

Πίσω από τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες
κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός
έχει το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός
δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη

Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου
κι έτσι σκληρά μού κελαηδούν : που είναι ο λωτός ;
Αχ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός
δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου

Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως τ’ όραμά σου
χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός
έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός
δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου

Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου

Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος
χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός
γι’ αυτό ποτέ μη ξαναρθείς – είμαι φτωχός
δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντός μου πόνος

Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ’χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ’βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;


ΑΝΘΡΩΠΟΙ

... και τώρα πια δεν έχουμε ούτε δάχτυλα
ούτε επιστροφή, να πιάσουμε.


Κοιτάξαμε τριγύρω μας την πόλη βουλιαγμένη
μες στην ομίχλη των πουλιών, που φύγαν με τα πλοία,
ακούσαμε τον ήλιο να βουίζει σ' άδεια λατομεία,
όπου η βροχή τής χτεσινής μας νιότης λιμνασμένη

λασπώνει τη ματιά με τα νεκρά φτερά των σπουργιτιών.
Σκύψαμε πάνω από γκρεμούς ν' αφουγκραστούμε
τον πόνο μας και πάνω από ρυάκια για να δούμε
τα μάτια σου στα μάτια μας - κλειδί των φεγγαριών.

Τη νύχτα αναζητήσαμε - κι αυτή μας πλημμυρά,
ποθήσαμε τη σιωπή - μα ήρθε η απουσία,
τα γιασεμιά αγαπήσαμε - κι εκείνα τη χαρά
και στα κοχύλια ακούμε τη δική μας ιστορία:

Είμαστε απλοί, ανεπίστρεπτοι και σύντομοι διαβάτες,
δε μας πλανεύει τ' όνειρο ενός εξαίσιου τέλους,
τα ωραία κορίτσια ερωτευτήκαμε - κι εκείνα τους αγγέλους,
χαμογελάσαμε στην άνοιξη - κι εκείνη στα παιδιά της.

Κλάψαμε για ό,τι χάσαμε∙ ήμασταν άνθρωποι πολύ,
άνθρωποι ως την τελευταία αιμόπτυση της δύσης,
άνθρωποι να προσμένουμε στο μώλο, που δε θα γυρίσεις,
άνθρωποι να ποθούμε αυτό, που ξέμαθε να μας ποθεί.



Έτσι που τραύλισα…

I

Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν
γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας
Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη
Ανάσα και χειρονομία καμμιά μέσ’ στα αδειανά φωνήεντα
κι ούτε ένα τρίξιμο απ’ τα σύμφωνα
και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού
και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο
βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά
πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων
όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά
μιλάει μόνο με σήματα
μέσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς
στις φαντασμαγορίες του τίποτε

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε
και μας ψέκασαν με αναισθητικό
έτσι που αποξενωθήκαμε απ’ τον πόνο
– αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... –
κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ’ τον πόνο

Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές
σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό
Αλλά το τρομερό καραδοκεί

Ό, τι δεν είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει



II

Τώρα που δεν μπορώ παρά να με θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα

Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά
Και τα σημάδια; και τα ερείπια; της φαντασίας κι αυτά;
Δε γίνεται.

Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό

Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει

Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ’ναι.

Επιμέλεια: Γεωργία Κολοβελώνη


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η "Φαίδρα" και η "Τέταρτη Διάσταση" του Γιάννη Ρίτσου

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΛΕΣΙΟΣ