Η "Φαίδρα" και η "Τέταρτη Διάσταση" του Γιάννη Ρίτσου



Η «Φαίδρα» γράφτηκε από τον Απρίλη του 1974 έως τον Ιούλη του 1975 στην Αθήνα και στο Καρλόβασι της Σάμου, όπου ο ποιητής συνήθιζε να περνά τα καλοκαίρια του, και είναι αφιερωμένη στον αγαπημένο φίλο του Ρίτσου, Γιάννη Τσαρούχη.
Πρόκειται για το τελευταίο κείμενο της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», το πιο προσωπικό, σύμφωνα με πολλούς, έργο του ποιητή. Η συγκεκριμένη συλλογή απαρτίζεται από δεκαεφτά κείμενα, τα δέκα εκ των οποίων αναφέρονται σε πρόσωπα από τον χώρο της αρχαίας τραγωδίας (Αγαμέμνων, Ορέστης, Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Χρυσόθεμις, Περσεφόνη, Ισμήνη, Αίας, Φιλοκτήτης, Η Ελένη, Φαίδρα).
Αρκετά από τα ποιήματα του Ρίτσου θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν μια εξέχουσα θέση στην καβαφική «πόλη των ιδεών» (ο Ρίτσος έγραψε θαυμάσια ποιήματα για τον Καβάφη), και ανάμεσά τους χωρίς αμφιβολία συγκαταλέγονται και οι σκοτεινοί μονόλογοι της «Τέταρτης διάστασης» , όπου ο ποιητής αναμετράται με τη μνήμη και την τραγωδία.
Πρόκειται για συνθέσεις με μια ιδιότυπη ανέλιξη, όπου συγχωνεύονται εμπειρίες προσωπικές και ιστορικές αφ’ ενός, λυρικοί, δραματικοί και ποιητικοί τρόποι αφ’ ετέρου. Στα πολύστιχα αυτά ποιήματα -δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα- ο Ρίτσος με προσωπεία, σύγχρονα ή μυθολογικά, επιχειρεί καταβυθίσεις στο σκοτεινό πηγάδι της ψυχής και του υποσυνείδητου. Μιλάει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, το γήρασμα του σώματος και των πραγμάτων (Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Το νεκρό σπίτι, Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού). Ανατέμνει τις συνειδησιακές συγκρούσεις του ατόμου-φορέα της κοινωνικής πράξης (Ορέστης, Φιλοκτήτης). Επιχειρεί μια δυναμική ανακατάκτηση του χρόνου μέσα από την ατομική και ιστορική μνήμη (Όταν έρχεται ο ξένος).
Στην ποίησή του, πολυεδρική και πυκνή, συνυφαίνεται το αυτοβιογραφικό με το μυθικό και ιστορικό στοιχείο. Ξεκινώντας από τη θέση ότι ο νεοελληνικός πολιτισμός είναι ένα παλίμψηστο, ο Ρίτσος χτίζει την ποιητική του αναζητώντας τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στο παλιό και το νέο, στο πρόσκαιρο και το αιώνιο, στη μνήμη και τη λήθη, στο πεπερασμένο και το άπειρο.
Η «Τέταρτη Διάσταση» είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γιάννη Ρίτσου και ένα από τα κορυφαία της νεοελληνικής ποίησης. Ο ίδιος ο Ρίτσος θεωρούσε την «Τέταρτη Διάσταση» ως «μια σύνοψη όλων των άλλων βιβλίων» του. Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της «ποιητικής ιδεολογίας» του Γιάννη Ρίτσου θα θεωρούσε πως η Τέταρτη Διάσταση είναι η ίδια η ποίηση. Μιλώντας ο Ρίτσος για την ποίηση μόνο με την ποίηση, υπερασπίζεται με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη θέση ότι η «ποιητική εξορία» δεν είναι καθόλου η φυσική σχέση του ποιητή με την Πολιτεία και ότι, αντίθετα, ο ποιητής θα πρέπει να βρίσκεται μέσα στο κοινό που τον ακούει. Τα παράθυρα, οι καθρέφτες, οι έννοιες της διαύγειας και της διαφάνειας, που περισσεύουν μέσα στην «Τέταρτη Διάσταση», φέγγουν τον δρόμο του ποιητή προς τον κοινωνικό χώρο. Για το φτάσιμο, όμως, του ποιητή στην Ιθάκη του κοινωνικού χώρου, χρειάζεται να διανυθούν μεγάλες και δύσκολες, κυρίως εσωτερικές, αποστάσεις. Για την οδύσσεια αυτή της ποιητικής συνείδησης μας μιλάει ο Ρίτσος στην «Τέταρτη Διάσταση».

Ο ποιητής επεξεργάζεται τους αρχαίους μύθους με τρόπο που όχι μόνο δεν αναιρεί τον αρχετυπικό τους χαρακτήρα, αλλά παράλληλα φανερώνει τις διαχρονικές τους διαστάσεις και την επιβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή.
Με αφετηρία τον αρχαίο μύθο της Φαίδρας, ο Ρίτσος πλάθει με θαυμαστή ενάργεια και δύναμη ένα γυναικείο πλάσμα αχρονικό και σύγχρονο και απολύτως γήινο. Μια γυναίκα που φουντώνει μέσα της η στέρηση της μητρότητας αλλά και του έρωτα, καθώς παρακολουθεί το ξύπνημα της νιότης του γιου του γηραιού άντρα της. Η Φαίδρα του Ρίτσου είναι ένα συγκινητικά βασανιζόμενο πλάσμα, διχασμένο ανάμεσα στο χρέος να μεγαλώσει ένα παιδί και στην ερωτική δίψα που της προκαλεί η ορμητική νιότη του.

«Πήγαινε τώρα
να πλύνεις τον ιδρώτα και τη σκόνη των λαμπρών, μοναχικών κυνη-
γιών σου. Τη λάμπα
δεν την ανάβω. Πήγαινε. Ω, ναι, κι απόψε, όπως πάντα,
πολύ θα το ‘θελα να σε οδηγήσω εγώ στο λουτρό, να σε πλύνω
με τα ίδια τα χέρια μου -να σε γνωρίσουν τα χέρια μου. Το κορμί σου
καλά το ξέρω, σαν ποίημα αποστηθισμένο
που διαρκώς το ξεχνώ, -το πιο άγνωστο πράγμα του κόσμου
το πιο ευμετάβλητο κι ασύλληπτο είναι τ’ ανθρώπινο σώμα –ποιος
μπορεί να το μάθει;

Ακόμη και τ΄ αγάλματα, παρ’ ότι ασάλευτα, παρ’ ότι
τόσες και τόσες φορές ιδωμένα κι αγγιγμένα, νομίζεις πως είναι
ρευστά κι αυτά, κυμαινόμενα˙ -σου διαφεύγουν. Όταν κλείνεις τα
μάτια
δε σου είναι δυνατό να τ’ αναπλάσεις με ακρίβεια, να τ΄ανασυγκροτή-
σεις. Η Τροφός
χιλιάδες φορές, με κάθε λεπτομέρεια μου ΄χει ιστορήσει το κορμί σου.
Συχνά αφηρημένη,
σε σχεδιάζω ολόγυμνον στο πίσω μέρος στα πακέτα των τσιγάρων μου.
Ύστερα
γεμίζω το σχέδιο με μικρές μαργαρίτες, για να σε κρύψω,
κ’ είναι σα να σκεπάζω έναν ωραίο νεκρό με λουλούδια.

Ω, αλήθεια, τι να πρωτοκρύψει κανείς; - το σχέδιο; Τα χέρια; Το
στόμα; Τα μάτια; Η ίδια πάντα επιθυμία,
η ίδια ανεκτέλεστη αμαρτία˙ - η αντιστροφή του παιχνιδιού : Ο ίδιος
σπάγγος,
τα ίδια κομμένα κεφάλια στο δίσκο, τα ίδια καρφιά, κ’ η μαύρη ομπρέλα
πάνω στη σκάλα απ’ όπου γκρεμιστήκαν τα πέντε παιδιά. Έξω στο
δρόμο
πολίτες συνωστίζονται, φωνάζουν, τρέχουν, κρατάνε σημαίες,
στρατιώτες προβαίνουν στις γωνιές, πυροβολούν. Κ’ εγώ στο παράθυρο

να βλέπω το κόκκινο ποτάμι πλάι στο πεζοδρόμιο και να ‘μαι πολύ πι-
κραμένη
όχι και τόσο για τους σκοτωμένους όσο για κείνη την ομπρέλα πάνω
απ’ τη σκάλα
και για κείνα τα πέντε παιδιά , τα δικά μου,
φανταστικά παιδιά, πιο δικά μου απ΄ αυτά που έχω γεννήσει. Μη τάχα
προορισμός της γυναίκας είναι η γέννηση; ή μήπως
προορισμός της αθέλητος ο έρωτας; - το μαρτύριο κ’ η δόξα του αν-
θρώπου. Μπορείς να πηγαίνεις».

Η πικρά μελαγχολική και στοχαστική διάθεση του κειμένου αναδεικνύει εικονοποιητικά την ψυχογραφική δύναμη του έργου, τη ζωική αλήθεια, το συνειδησιακό και ψυχοσωματικό άλγος του προσώπου, μέσα από την εμφατικά υποδηλούμενη κίνηση της Φαίδρας και τη σιωπή του Ιππόλυτου.
Αυτό το βουβό πρόσωπο, αυτός ο σιωπηλός ακροατής, λειτουργεί ως διαμεσολαβητικό στοιχείο ανάμεσα στον εξομολογούμενο ήρωα – εν προκειμένω τη Φαίδρα- και τον αναγνώστη, και αποτελεί τον καταλύτη για να απελευθερωθεί ο φορτισμένος λόγος του ήρωα, έμπλεος εσωτερικών συγκρούσεων, που αντανακλούν υπόγειες διεργασίες, υποκινούμενες απ΄ αυτήν ακριβώς την παρουσία του βουβού προσώπου.
Πρόκειται για ένα κείμενο σπαρακτικό, βαθιά ερωτικό και τραγικό, που εκφράζει το αδιέξοδο του σαρκικού πάθους μιας γυναίκας προς έναν άντρα πολύ νεότερό της, ο οποίος τυχαίνει να είναι και γιος του συζύγου της. Η "Φαίδρα" είναι ένα έργο για τον έρωτα, την εκδίκηση και τον θάνατο. Και τα τρία αυτά στοιχεία όμως εκφράζονται μέσα από το μεγαλείο του Ρίτσου.
Η ηρωίδα του Ρίτσου είναι πιο γήινη απ' αυτήν του Ευριπίδη. Εκδηλώνει το πάθος της στον Ιππόλυτο. Μιλά για τη θυσιασμένη επιθυμία, τη λερναία επιθυμία που τη στοιχειώνει.

« Η αοριστία πάντα
μαρτυράει κάτι βαθύ κι ορισμένο-πιθανόν τραγικό ή και κτηνώδες-
μια θυσιασμένη επιθυμία,
λερναία επιθυμία ˙ - διασκεδάζει να κρύβει
σε ρόδινα ή σε πάγχρυσα νέφη
τα νέα κεφάλια της ˙ διασκεδάζει να παίζει
στα νύχια της έναν κόκκινο σπάγγο ˙ να τοποθετεί
τα κομμένα κεφάλια της στον ασημένιο δίσκο στολισμένα με πολύχρω-
μες ταινίες˙ »

Ο ποιητικός αυτός μονόλογος αποτελεί την προσωπική θεώρηση του ποιητή γύρω από τη σχέση του νεαρού Ιππόλυτου, γιου του Θησέα, με τη μητριά του Φαίδρα, η οποία τον ερωτεύτηκε παράφορα χωρίς όμως ποτέ εκείνος να ανταποκριθεί στο πάθος της.
Στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ιππόλυτος», η Φαίδρα δεν ομολογεί η ίδια τον έρωτά της στον προγονό της, αλλά η τροφός της. Στο έργο του ο Ρίτσος αναλαμβάνει να δώσει μια άλλη διάσταση αυτού του έρωτα, αυτής της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, προσεγγίζοντας και υπερασπίζοντας τη γυναικεία φύση.
Ο ποιητής, αναπτύσσοντας το μυθολογικό μοτίβο, δίνει με τρόπο εντυπωσιακά άμεσο τη δική του ερμηνεία σε ζητήματα που θέτει ο μύθος, χωρίς καθόλου να αφαιρεί από το ποίημα την αμφισημία και την πολυσημία του. Παράδειγμα, την περίφημη αγνότητα του Ιππόλυτου ο Ρίτσος πολύ απλά τη θεωρεί δειλία και βάζει τη Φαίδρα να του το λέει κατά πρόσωπο.

«Η αγιότητα της στέρησης-
έτσι έλεγες ˙ -δεν καλοθυμάμαι ˙ (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;).
Τι αστόχαστα λόγια –
η νίκη της θέλησης έλεγες –ποια θέληση; ποια νίκη; -
σκληρή, ασυγχώρητη – ένα βουνό κατασκότεινο στο λιόγερμα πέρα,
πιο σκοτεινό απ’ το κρεββάτι του τυφλού.

Την αγιότητα πριν απ’ την αμαρτία
δεν την πιστεύω ˙ -ανημπόρια τη λέω, δειλία τη λέω ˙ »

Υπάρχει, τέλος, μια άκρως ενδιαφέρουσα διάσταση που ο ποιητής προσδίδει στην ηρωίδα του, σε σχέση μ΄ αυτήν του Ευριπίδη. Η Φαίδρα του τραγικού ποιητή είναι ένα όργανο εκδίκησης της θεάς Αφροδίτης προς τον Ιππόλυτο. Στην περίπτωση του Ρίτσου είναι η ίδια η Φαίδρα που εκδικείται.

«Φύγε, λοιπόν. Τι μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου,
έμπα να ξεπλυθείς απ’ τ’ ανόσιά μου λόγια, απ’ τ’ ανόσιά μου μάτια,
απ’ τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.
Ίσως κει μέσα
ν’ αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πα-
νοπλία,
την παγωμένη αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω.
Δεν αντέχω
την ύβρη της σιωπής σου. Την εκδίκηση την έχω ετοιμάσει. Θα δεις.
Κρίμα –
δε θα μπορέσεις για πολύ να τη θυμάσαι. Τι πάθαν απόψε τα βατράχια;
φωνές, φωνές, φωνές, - τι πάνε να πουν; και σε ποιον; Τι πάνε να
κρύψουν;
ποια μέθη; ποιον πόνο; ποιαν αλήθεια; Τι όμορφη αδέκαστη νύχτα-
αδέκαστη, αδέκαστη, αδέκαστη - τι όμορφη νύχτα- »

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αργυρίου, Α. (1991). Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Μια σπειροειδής εξέλιξη. Νέα Εστία, 65 (130).
Καραντώνης, Α. (1978). Γύρω από τη Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση. Αθήνα : Παπαδήμας.
Κάσσος, Β. (1988). Ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι. Η θέση του ποιητή μέσα στον κόσμο. Διαβάζω, 205.
Ρίτσος, Γ. (2003). Τέταρτη Διάσταση. Αθήνα : Κέδρος
Επιμέλεια: Γεωργία Κολοβελώνη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΛΕΣΙΟΣ