Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Οδυσσέας Ελύτης



Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και 100 χρόνια από τη γέννηση του Οδυσσέα Ελύτη. Καθώς αμφότεροι συγκαταλέγονται στις σημαντικές μορφές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, αναμένουμε με ενδιαφέρον εκδηλώσεις και αφιερώματα..
Προς το παρόν δείτε κάποια πρόσφατα άρθρα από τον τύπο.

Σημείο Σταθερής Αναφοράς
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

Εκατό χρόνια από τον θάνατό του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να αποτελεί σημείο σταθερής αναφοράς, ακόμη και ως υπόθεση αμφιλεγόμενη, απόδειξη αναμφισβήτητη της δύναμης του έργου του. Σε μιαν εποχή παγκοσμιοποίησης κοσμοπολιτισμού και πολυεθνικότητας, όπου η έννοια της ρίζας υπονομεύεται, όταν δεν αμφισβητείται, το έργο του ζωογονεί την αίσθηση της ιθαγένειας, χωρίς την οποία ο άνθρωπος μπορεί να γίνει φτερό στον άνεμο. Η σημερινή επικαιρότητά του θρέφεται κυρίως από τούτο• γιατί ως αντίβαρο στο φυγόκεντρο πνεύμα της εποχής μας μπορεί, με τον ποιητικό ρεαλισμό του (και πάνω από συντηρητικές και προοδευτικές ιδεολογίες), να βοηθήσει στην αναζήτηση μιας πνευματικής και συναισθηματικής εξισορρόπησης.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ένας μποέμ κοσμοκαλόγερος

100 χρόνια από τον θάνατο και 160 από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Εζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης. Ενας έλληνας μποέμ.

Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ηταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Ως το 1860 φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου, όπου έμαθε τα βασικά- ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά-, του άρεσε όμως, από ό,τι λένε, πιο πολύ να ζωγραφίζει. Στα παιχνίδια του είχε συντροφιά ανάμεσα στους άλλους τον ξάδελφό του, μετέπειτα καλό συγγραφέα Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Νικόλαο Διανέλλο, μετέπειτα μοναχό Νήφωνα, ο οποίος θα είναι για χρόνια ο «κολλητός» του. Θα πάνε μαζί στο Αγιον Ορος, θα κατοικήσουν (μέχρι παρεξηγήσεως) για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, ώσπου ο Νήφωνας να παντρευτεί και να φύγει για να μείνει στο Χαρβάτι.

Άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών
Ο πατέρας του θα τον στείλει στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.

Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη που θα τον παρακινήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς. Οσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...

Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο συγκαιρινός του Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέταμε ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα,ξεθωριασμένο ημίψηλο,με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα,ένα είδος κολάρου,συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν,είμαι ο εαυτός μου». Συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή, αλλά και στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, όπου ψάλλει μαζί με τον ξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραΐτίδη.

Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.

Γράφει και μεταφράζει συνέχεια για να μπορεί να ζει. Το 1909 θα γυρίσει στο νησί του. Θα αρρωστήσει και θα πεθάνει το βράδυ της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 1911. Εζησε μοναχικός, ανέραστος, πάσχων.

Η διαμάχη για το έργο του
Ο Παπαδιαμάντης, αν και οι παλαιότεροι κριτικοί (Παλαμάς, Ξενόπουλος κ.ά.) θα εξυμνήσουν το έργο του, δεν θα τύχει της ίδιας αποδοχής από τους νεότερους. Η σχολή των Κ.Θ. Δημαρά και Π. Μουλλά θα μειώσει την αξία του, καθώς θα θεωρήσει ότι πρόκειται για λαογραφικά ηθικά κείμενα χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, ενώ του προσάπτει προχειρότητα και αναχρονιστικές τάσεις στη γλώσσα. Από την άλλη σκοπιά, οι αμύντορες της Ορθοδοξίας τον θεωρούν εκπρόσωπό τους, μη αναγνωρίζοντας καμία άλλη πτυχή στο έργο του. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη δίχασε επίσης την κριτική. Ο Κ. Χατζόπουλος και ο Α. Τερζάκης τη βρήκαν σχολαστική και προβληματική, ενώ τη θαύμασαν ο Τ. Αγρας, ο Ελύτης, ο Ζ. Λορεντζάτος κ.ά. Νεότεροι μελετητές αλλά και συγγραφείς που τον αγαπούν έχουν αναδείξει πλείστες όσες όψεις του συγγραφέα. Ανέδειξαν τον κοινωνικό Παπαδιαμάντη, αυτόν που στηλιτεύει την αδικία, τους πολιτικάντηδες, την παραδοσιακή θέση της γυναίκας που την «πουλάνε» μέσω του γάμου, είναι υπέρ του πολιτικού γάμου κ.ά. Τον χιουμορίστα Παπαδιαμάντη, με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για να υποβάλλει σε οξύτατη κριτική πολλές καταστάσεις της εποχής. Τον ερωτικό Παπαδιαμάντη, με τις ποιητικές, αισθησιακές εικόνες των αβάσταχτων ερώτων. Τον ποιητή Παπαδιαμάντη, με τη μαγεία των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί. Ελπίζουμε ότι εφέτος γιορτάζοντας τα 100 χρόνια από τον θάνατό του θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ολόπλευρα, να γοητευτούμε από τα κείμενά του, να τον τοποθετήσουμε ολόπλευρα στη λογοτεχνική εικόνα της χώρας μας.

Οδυσσέας Ελύτης
Ο ποιητής του φωτός

100 χρόνια από τη γέννησή του
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ | Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ

Ο Οδυσσέας Ελύτης ζούσε σε ένα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών αλλά δεν τον ένοιαζε• απολάμβανε τη μέγιστη χαρά να κατέχει και να γράφει στο γραφείο του Διονυσίου Σολωμού.
Το 1939 ο φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Οδυσσέας Αλεπουδέλης αποφάσισε οριστικά να εγκαταλείψει τις σπουδές του, προς μεγάλη απογοήτευση της οικογένειάς του. Ηταν 28 ετών και η προσπάθειά του να πάρει πτυχίο Νομικής ήταν «σαν των Τρώων», όπως θα έλεγε ο Καβάφης.

Η χρονιά εκείνη υπήρξε σημαδιακή και από μία ακόμη πλευρά: ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης θα καθιερωνόταν στα Γράμματα με το ψευδώνυμό του: Οδυσσέας Ελύτης. Τότε εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Προσανατολισμοί που θα τον κατέτασσε αμέσως στους ποιητές πρώτης γραμμής, μετά τις δημοσιεύσεις ποιημάτων και μεταφράσεών του που προηγήθηκαν στο περιοδικό «Νέα Γράμματα», όταν τέσσερα χρόνια νωρίτερα οι φίλοι του, προεξάρχοντος του Κατσίμπαλη, εκβιαστικά σχεδόν, πρωτοδημοσίευσαν ποιήματά του φέρνοντάς τον προ τετελεσμένου γεγονότος.

Ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό
Ο Βενιαμίν της γενιάς του ΄30 δεν χρειαζόταν μόνο υποστήριξη αλλά και σχετική πίεση προκειμένου να ξεπεράσει τις αναστολές του. Η γενιά εκείνη θα άλλαζε το τοπίο της ελληνικής λογοτεχνίας, θα γνώριζε τη διεθνή προβολή και τις μεγαλύτερες τιμές, αφού δύο επιφανή της μέλη τιμήθηκαν με τη μεγαλύτερη παγκοσμίως λογοτεχνική διάκριση, το βραβείο Νομπέλ: ο Σεφέρης το 1963 και ο Ελύτης δεκαπέντε χρόνια αργότερα.

Ηταν μια γενιά με λίγο-πολύ κοινές απόψεις: η Ελλάδα θα έπρεπε να πάψει να είναι τμήμα των Βαλκανίων, να καταστεί τμήμα της Ευρώπης και ο πολιτισμός της να αξιοποιήσει την αρχαία και βυζαντινή παράδοση μαζί με τις νεότερες ευρωπαϊκές κατακτήσεις. Η ποίηση που θα γραφόταν εφεξής όφειλε να απομακρυνθεί από το πνεύμα του καρυωτακισμού και της κατήφειας αναζητώντας νέους δρόμους. Ο Ελύτης τούς έψαξε στο ελληνικό τοπίο. Και ανακαλύπτοντας τον υπερρεαλισμό βρήκε το μέσον να αναπτύξει μια άγνωστη ως τότε εικονοποιία, έναν κόσμο πολυπρισματικό, όπως έλεγε, και λαμπερό, από όπου προέκυπτε και το γενετικό βάθος του πολιτισμού και της ευαισθησίας του. Τον αντίκρισε μέσα στη διαφάνεια και το φως ονομάζοντας τις αισθήσεις που αποκόμιζε «ηλιακή μεταφυσική» η οποία παρέπεμπε στον Εμπεδοκλή. Σε μεγάλο βαθμό αντιλαμβανόταν το φως όπως και ένας άλλος κορυφαίος συγγραφέας της Μεσογείου, ο Αλμπέρ Καμύ.

Έγραφε στο γραφείο του Σολωμού

Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι υπήρξε ποιητής «της χαράς» που αδιαφορούσε για τον ανθρώπινο πόνο. Την απάντησή του την έδωσε στας δυσμάς του βίου του, στα συγκλονιστικά Ελεγεία της Οξώπετρας, όπου «συναντά» τρεις μεγάλους γερμανόφωνους ποιητές: τον Χέλντερλιν, τον Νοβάλις και τον Ρίλκε, κάτω όμως από τον ιερό ίσκιο του κορυφαίου έλληνα ρομαντικού: του Διονύσιου Σολωμού. Ας θυμηθούμε πως ο Ελύτης, που δεν τον ένοιαζε να ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα πενήντα τετραγωνικών μέτρων, απολάμβανε τη μέγιστη χαρά να κατέχει και να γράφει στο γραφείο του Σολωμού.

Στον πόλεμο της Αλβανίας η Ελλάδα κινδύνευσε να χάσει έναν από τους κορυφαίους της ποιητές του 20ού αιώνα. Ο Ελύτης στάλθηκε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός τον Δεκέμβριο του 1940 στην πρώτη γραμμή και τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων με σοβαρότατο κρούσμα κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της Κατοχής και μετά την απελευθέρωση συνέχισε να γράφει ποιήματα και δοκίμια. Αλλά μετά το δεύτερο βιβλίο του, τον Ηλιο τον πρώτο (1943) δεν εξέδωσε βιβλίο ως το 1959. Ο,τι είχε ως τότε κατατεθεί πήρε συνθετική μορφή στο έργο που θα τον κατέτασσε σχεδόν αμέσως στη χορεία των μεγάλων ποιητών. Κυκλοφόρησε το Αξιον εστί, έργο περίπλοκης αρχιτεκτονικής, τριαδικό στη δομή του, όπου συνυπάρχουν και συνομιλούν τρεις περίοδοι του ελληνισμού: ο αρχαίος κόσμος, το Βυζάντιο και η σύγχρονη Ελλάδα.

Η μεγαλειώδης σύνθεση με έναν λόγο υπερυψωμένο προέβαλλε οραματικά μια Ελλάδα η οποία έβγαινε από το σκοτάδι της Ιστορίας στο φως του παρόντος όπου, κατά τον ίδιο, η κορυφογραμμή των ελληνικών βουνών έμοιαζε με το σχήμα του Παρθενώνα και τα βουνά, οι εκκλησίες και οι αρχαίοι ναοί ήταν «σχήματα του ουρανού».

Το Αξιον εστί ενέπνευσε στον Μίκη Θεοδωράκη το πιο σπουδαίο μουσικό του έργο. Θα έλεγε κανείς πως ο συνθέτης στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή κατάφερε να απελευθερώσει τη μουσική που περιείχε το έργο του Ελύτη και ταυτοχρόνως να δημιουργήσει το δικό του.

Απείχε της «δημόσιας ζωής»
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο ποιητής συνέχισε να γράφει αλλά και να απέχει από αυτό που αποκαλούμε δημόσια ζωή. Πέραν των πολύ στενών του φίλων έβλεπε ελάχιστους. Το 1969, δύο χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, έφυγε για το Παρίσι γιατί, όπως είπε αργότερα, στην Ελλάδα δεν μπορούσε πια να γράψει. Εκεί ξαναβρήκε το νήμα που είχε κοπεί.

Επιστρέφοντας το 1971 άρχισε να εκδίδει ένα βιβλίο σχεδόν κάθε δύο χρόνια. Η φήμη του είχε περάσει από καιρό τα ελληνικά σύνορα και η απονομή του Νομπέλ το 1978 απλώς το επιβεβαίωνε. Αλλά ενώ άλλοι ποιητές μετά το Νομπέλ δεν έγραψαν σημαντικά έργα, δύο από τα πιο σπουδαία βιβλία του Ελύτη ανήκουν σε αυτή την όψιμη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας: το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984) και τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991).

Ποιητής που στα ογδόντα του χρόνια να έχει γράψει μείζονα έργα δεν υπάρχει στα παγκόσμια Γράμματα- με εξαίρεση τον Γκαίτε. Ο «ευτυχισμένος» Ελύτης, όπως τον είχαν κατηγορήσει οι αντίπαλοί του, τους έδειχνε τώρα τη Σελήνη, που την παρουσίαζε ως την αθέατη πλευρά του ήλιου. Αν ζούσε σήμερα θα γινόταν εκατό ετών αλλά θα παρέμενε νέος αποδεικνύοντας ότι η ποίηση είναι τέχνη της νεότητας ακόμη και στο βαθύτερο γήρας.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η "Φαίδρα" και η "Τέταρτη Διάσταση" του Γιάννη Ρίτσου

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΛΕΣΙΟΣ