Ο ποιητής Έκτωρ Κακναβάτος



Πέθανε ο Έκτωρ Κακναβάτος: Ο τελευταίος των υπερρεαλιστών...
10/11/2010

“Πού είναι μια φλόγα / να μας χαρίσει / την ησυχία της τέφρας!” Ο δημιουργός αυτών των υπέροχων στίχων, ο ποιητής Εκτωρ Κακναβάτος, από τους πιο συνεπείς και φανατικούς συνεχιστές των σύγχρονων υπερρεαλιστικών αναζητήσεων δεν ζει πια. Πέθανε χθες σε ηλικία των 90 χρόνων, “πλήρης ημερών” -κατά την κοινότοπη έκφραση- αλλά και μιας πληρότητας έργου που εντυπωσιάζει.
Ενός έργου δύσκολου και απαιτητικού, ενός "πολέμου" θα λέγαμε μεταφορικά με τις πανίσχυρες δυνάμεις της γλώσσας που είχε ως τελική επιδίωξη την υπέρβαση του λόγου. “Οταν η γλώσσα δεν κάνει άλλο παρά να υπηρετεί τον Λόγο, καταστρέφει την πάμφωτη αξία των πραγμάτων, κι αυτά την εκδικούνται θάβοντάς τη στην αιθάλη τους...”
Από τα μόνιμα και βασικά στοιχεία που ξεχωρίζουν τον Κακναβάτο μέσα από τον κορμό των ποιητών του μεταπολέμου, είναι ο υψηλός και συχνά αναπεπταμένος τόνος του, όπως και ο εξαιρετικά διαπεραστικός και παλλόμενος ενορατικός του λόγος. Πρωτοεμφανίστηκε με την ποιητική συλλογή , Fuga (1943) και συνέχισε με τα έργα: Διασπορά (1961), Η κλίμακα του λίθου (1964), Τετραψήφιο (1971), Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή (1972), Διήγηση (1974), Οδός Λαιστρυγόνων (1978), Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας (1981), Τα μαχαίρια της Κίρκης (1981), In perpetuum (1983), Κιβώτιο ταχυτήτων (1987).
Πριν από λίγο καιρό εκδόθηκαν από την Αγρα σε ένα συγκεντρωτικό τόμο. Ο Έκτωρ Κακναβάτος (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κοντογιώργης) γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920), σπούδασε μαθηματικά και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Υπήρξε μέλος του ΕΑΜ. Μετά τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου συνελήφθη και κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το 1944,σε συνεργασία με τον ποιητή Δ.Π. Παπαδίτσα, δημοσίευσαν στο περ. Νεανική Φωνή το άρθρο «Μια θέση και μια έφοδος», που θεωρήθηκε ένα είδος μανιφέστου των τότε νέων ποιητών. Στη δεκαετία του 1980 είχε τη θέση του εκπαιδευτικού συμβούλου στο υπ. Παιδείας. Ήταν ιδρυτικό μέλος και στη διετία 1984-1986 αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων. Η κηδεία του θα γίνει αύριο στις 15.30 μ.μ. από το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου.

Πηγή : Η ΑΥΓΗ

Ο Ποιητής ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

Ο Έκτωρ Κακναβάτος, παρουσιάστηκε στην ποίηση το 1943, με την συλλογή "Fuga", και συνέχισε, με τις συλλογές "Διασπορά" (1961), "Κλίμακα του λίθου" (1964), "Τετραψήφιο" (1971), "Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή" (1972), "Διήγηση" (1974) και "Οδός Λαιστρυγόνων" (1978), εξυφασμένες όλες τους πάνω στο στιμόνι μιας μνήμης εθνικής που, ξεκινώντας από τα πανάρχαια χρόνια αλλά και τραυματισμένη από τα πρόσφατα γεγονότα της μεταπολεμικής - μετεμφυλιακής μας ζωής, καταλήγει στιγματίζοντας την ηθική και πνευματική ένδεια του σήμερα, έτσι όπως αυτή καταγγέλλεται μέσα από στροφές που τις διακρίνει ένας σαρκασμός άλλοτε και, άλλοτε, μια λεπτοτάτων αποχρώσεων λύπη.
Αλλά για να μη θεωρηθεί ότι ο Κακναβάτος προσάραξε, επαναπαυμένος πάνω σε ό,τι κατέκτησε με τις προαναφερθείσες ήδη συλλογές του, σπεύδω να επισημάνω ότι στη συνέχεια, ήλθαν να αλλάξουν καθοριστικά πια, ολόκληρη την μέχρι εκείνη τη στιγμή πορεία του, κάμποσα ακόμη βιβλία, όπως το "Inperpetuum" (1983), το "Κιβώτιο ταχυτήτων" (1987), οι "Οι οικισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός" (1995), τα "Χαρτικά Ι" (1997) και μαζί τους το "Ακαρεί" (2001), στις σελίδες των οποίων κυρίαρχο πάντοτε στοιχείο αναδεικνύεται ο δυναμισμός της έκφρασης, ενώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, δεν υπηρετείται παρά η ποιητική ενατένιση του κόσμου και μόνον αυτή, μια και δύσκολα, σε ολόκληρη τη νεότερη ελληνική ποίηση, συναντάει κανείς από την πρώτη στιγμή κιόλας της πορείας ενός ποιητή, τόσους υπερχειλίζοντας χυμούς, όσους στην περίπτωση του Κακναβάτου, αλλά και ακόμη πιο δύσκολα δημιουργός παρουσιάζεται με τέτοια θαυμαστή μεσημβρία" του, και τόσο ανεπιτήδευτα εκρηκτικός. Και τούτο ακόμη: η φωνή του Έκτορα Κακναβάτου, ξεκινώντας από τα έναστρα στερεώματα των πρώτων Ελλήνων υπερρεαλιστών της δεκαετίας του 1930, πολύ σύντομα βρίσκει και ακολουθεί αποφασιστικά το δικό της, προσωπικό δρόμο, στα πεδία του οποίου οι λέξεις υποτάσσονται σε έναν "πρωτόγονο" και πρωτόγνωρο, ανεξάντλητο ρυθμό, η θεματική του αποκτά μια δική της πράγματι στιλπνότητα κάτω από μια γραφή άκρως "επεισοδιακή", ενώ η ευθυβολία του ρήματος, η μαθηματική ακρίβεια του επιθέτου και η γεωμετρία ολόκληρου του ποιήματος, περνώντας μέσα από κάποιους διαύλους μαγικών διεργασιών, μας εκπέμπουν την οδυνηρή εκείνη προειδοποίηση, ότι από εδώ και στο εξής πια, δεν θα έχουμε να κάνουμε παρά μόνο με μια ποίηση, που στην ουσία της είναι η "λαλίστατη σιωπή", εκείνου που είχε στον κόσμο την ευλογία, όντας αιώνιος έφηβος, να ωριμάσει ταυτοχρόνως όμορφα, τελείως αβίαστα, διαλεκτικά και φυσιολογικά. Συλλογές όπως η "Διασπορά", η "Κλίμακα του λίθου", το "Inperpetuum" αλλά και το "κιβώτιο ταχυτήτων", πέρα από την θέση τους ως ακρογωνιαίοι λίθοι στην ποίηση του ίδιου του Κακναβάτου, είναι και από τα πλέον, μέσα στα πολλά ευτυχώς, διακεκριμένα στηρίγματα, πάνω στα οποία ακουμπά ολόκληρο το οικοδόμημα της μεταπολεμικής ποιητικής τέχνης της Ελλάδος, ο δημιουργός αυτός, πολύχρωμος και μεθυστικός όπως πάντα, ανέμισε με αυταπάρνηση και επιμονή απαράμιλλη, σημαία φαντασμαγορική μέσα στους αιθέρες, τον στίχο του. Έναν στίχο όπου μαζί με όλα όσα παραπάνω θετικά του προσαρτήσαμε, η θάλασσα, μαζί με όλα λοιπόν αυτά, μαζί, όπως επι λέξει μας αναφέρει κάπου και ο ίδιος, στις εικόνες του θαυμασίως "υαλουργούσε".
Αλλά δεν υαλουργούσε η θάλασσα στην πραγματικότητα όμως, όπως εύκολα άλλωστε αυτό καθίσταται αντιληπτό. Απλώς, η ποίηση μιας ακαταμάχητης, αδιακόπως διψασμένης για ζωή, ουσιαστική ελευθερία και έρωτα, εξαίσια φωταγωγημένης ψυχής, στην κυριολεξία, ιερουργούσε.

Γιώργιος Μαρκόπουλος
Ποιητής



ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ρήγμα στον κρόταφο

Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικα μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.
Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ’ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.


Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο

Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τελείωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.


Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο

Ο στόμφος εκούρασε• σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση•
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με του αστούς μακάρια πια
παρακμάζει• σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγγνώμη• ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις• λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.


Λέγοντας πέτρες

Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
… χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο•
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.


Τροχιά

Τώρα μεσ’ απ’ το στήθος μου περνάς
με ανοίγματα ερημιάς
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μεσ’ από κοφίνια
που τα ξεπάτωσε η σιωπή,
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους τόπους.
Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία
και του τέσσερα χρεώθηκα βροχές
το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα
και μια γονυκλισία μέρες του Ακαθίστου,
να μην είναι θάνατος ούτε ενωμοτία
του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.
Έτσι θα περιμένεις Μάη Ιούλιο
ίσως και Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και βάλε
μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη της δημιουργίας.




Επιμέλεια: Γεωργία Κολοβελώνη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η "Φαίδρα" και η "Τέταρτη Διάσταση" του Γιάννη Ρίτσου

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΛΕΣΙΟΣ